Τεχνολογίες Παραγωγής και Διατροφική Αξία Φυτικών Προϊόντωνhttp://repository.library.teiwest.gr/xmlui/handle/123456789/85802024-03-29T11:11:52Z2024-03-29T11:11:52ZΑξιολόγηση υβριδίων κολοκυθιούΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α.Μ.80003http://repository.library.teiwest.gr/xmlui/handle/123456789/88792020-12-11T09:34:13Z2020-01-01T00:00:00ZΑξιολόγηση υβριδίων κολοκυθιού
ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α.Μ.80003
Στα πλαίσια του ερευνητικού έργου, καλλιεργήθηκαν και αξιολογήθηκαν τέσσερα εμπορικά (μάρτυρες) και είκοσι πειραματικά υβρίδια κολοκυθιού, με ανοχή στις χαμηλές θερμοκρασίες, που έχουν δημιουργηθεί στο Εργαστήριο Λαχανοκομίας στο τμήμα Τεχνολόγων Γεωπόνων του πρώην ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας την τελευταία δεκαπενταετία. Η πειραματική εργασία έγινε σε ψυχρά θερμοκήπια στον νομό Ηλείας στην περιοχή της Μυρσίνης του δήμου Ανδραβίδας-Κυλλήνης. Εγκαταστάθηκε τον Νοέμβριο του 2018 και οι συγκομιδές διήρκησαν έως τα μέσα Απριλίου.
Σκοπός της εργασίας ήταν η αξιολόγηση των υβριδίων κολοκυθιού κατά την χειμερινή περίοδο και πρώιμη εαρινή περίοδο ως προς την παραγωγικότητά τους, σε συνθήκες χαμηλών θερμοκρασιών. Μετρήθηκαν οι αποδόσεις, τα μεσογονάτια διαστήματα και το μέσο βάρος των καρπών κάθε υβριδίου.
Παρατηρήθηκε ότι μεταξύ των υβριδίων υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Έξι πειραματικά F1 υβρίδια ( Chep x T2 (II), Chep x T2 (I), Chep x Πel, T2 (II) x R3, Chep x el, T2 (I) x T2 (II) ), έδωσαν αποδόσεις ισάξιες με αυτές των δυο παραγωγικότερων εμπορικών υβριδίων ( Gheppio F1 και Linea F1 ) με συνολικές αποδόσεις 61 έως 72 κιλά φρέσκου κολοκυθιού. Πέντε F1 υβρίδια ( T1 (Ι) x T1 (II), Chep x T1 (I), Πel x el 1β, T1 (I) x T2 (II), Πel x T2 (I) ) είχαν παρόμοιες ή υψηλότερες αποδόσεις από το εμπορικό υβρίδιο Tonya F1 με αποδόσεις 54 έως 58 κιλά. Τέλος εννέα F1 υβρίδια ( Chep x T1 (II), Chep x R1-1, Πel x T1 (Ι), Πel x T1 (II), Πel x R3, T1 (II) x T2 (II), Πel x T2 (II), Chep x R3, T1 (I) x R3 ) και το εμπορικό υβρίδιο Rigas F1 έδωσαν τις χαμηλότερες αποδόσεις, 41 – 53 κιλά φρέσκου κολοκυθιού.
Το μέσο βάρος καρπών κυμάνθηκε από 118 έως 167 γραμμάρια και δεν αποτελεί κανένα πρόβλημα στις χειμερινές και ανοιξιάτικες αγορές.
Τα υβρίδια Chep x Πel, Chep x T1 (II) και T1 (I) x T1 (II) φαίνεται ότι είναι πιο κατάλληλα για καλλιέργεια σε θερμοκήπιο, επειδή δίνουν συμπαγή και ορθόκλαδα φυτά με μικρή ανάπτυξη βλαστών (μικρά μεσογονάτια διαστήματα). Αντίθετα τα υβρίδια T2 (II) x R3, Gheppio F1, T1 (II) x T2 (II) και T2 (I) x T2 (II) έχουν μεγάλο μήκος βλαστών που δημιουργεί προβλήματα σε καλλιέργειες θερμοκηπίου άνω των τριών μηνών, λόγω της μεγάλης ανάπτυξης των φυτών.
Συμπερασματικά τα υβρίδια με υψηλή παραγωγή και συμπαγή και ορθόκλαδη ανάπτυξη όπως το υβρίδιο Chep x Πel είναι τα πλέον κατάλληλα για θερμοκηπιακή καλλιέργεια.
ABSTRACT
As part of the research project, four commercial (controls) and twenty experimental zucchini hybrids, with tolerance to low temperatures, have been cultivated and evaluated, which had been created in the Laboratory of Horticulture at the Department of Agricultural Technologist of the former TEI of Western Greece over the last fifteen years. The experiment took place in cold greenhouses at the prefecture of Ilia near the village Myrsini, municipal of Andravida-Kilini. The planting took place in November 2018 and the harvest lasted until mid-April.
The purpose of this work was to evaluate the zucchini hybrids during the winter period and the early spring period concerning their productivity in low levels of temperature. They were measured yields, stem length to internode intervals and the fruit average weight per hybrid.
Statistically significant differences were observed among hybrids. Six experimental F1 hybrids ( Chep x T2 (II), Chep x T2 (I), Chep x Πel, T2 (II) x R3, Chep x el, T2 (I) x T2 (II) ) gave yields equal to those of the two most productive commercial hybrids ( Gheppio F1 and Linea F1 ) with average yields 61 to 72 kg to fresh zucchini. Five F1 hybrids ( T1 (Ι) x T1 (II), Chep x T1 (I), Πel x el 1β, T1 (I) x T2 (II), Πel x T2 (I) ) had similar or higher yields than the commercial hybrid Tonya F1 with yields 54 to 58 kg. Eventually nine F1 hybrids ( Chep x T1 (II), Chep x R1-1, Πel x T1 (Ι), Πel x T1 (II), Πel x R3, T1 (II) x T2 (II), Πel x T2 (II), Chep x R3, T1 (I) x R3 ) and the commercial hybrid Rigas F1 gave the lowest yields, 41 to 53 kg of fresh zucchini.
The average weight of fruits ranged from 118 to 167 grams and is not a problem in the winter and spring markets.
The F1 hybrids Chep x Πel, Chep x T1 (II) και T1 (I) x T1 (II) it turned out that they are more suitable for cultivation in greenhouses, because the plants was compact and with upright growth with short stem length (short internode intervals). Contrariwise the hybrids T2 ( II ) x R3, Gheppio F1, T1 (II) x T2 (II) και T2 (I) x T2 (II) that they have long stem length and create problems in cultivation longer than three months in greenhouses, due to the large growth of plants.
Consequently, hybrids with high productivity, compact and with upright growth, just like hybrid Chep x Πel, are the most suitable for cultivation in greenhouses.
2020-01-01T00:00:00ZΣυμπεριφορά παραδοσιακών ποικιλιών λαχανικών σε περιβάλλον βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειαςΓιαννοπούλου, Κλεοπάτρα Α.Μ.65620172http://repository.library.teiwest.gr/xmlui/handle/123456789/87312020-10-20T08:08:42Z2020-01-01T00:00:00ZΣυμπεριφορά παραδοσιακών ποικιλιών λαχανικών σε περιβάλλον βιολογικής και συμβατικής καλλιέργειας
Γιαννοπούλου, Κλεοπάτρα Α.Μ.65620172
2020-01-01T00:00:00ZΦαινοτυπική μελέτη γονοτύπων πατάτας (S. tuberosum L.) με χρήση μορφολογικών περιγραφητώνΧατζηπαπάς, Παναγιώτης Α.Μ.88010http://repository.library.teiwest.gr/xmlui/handle/123456789/86882020-10-09T08:56:11Z2020-01-01T00:00:00ZΦαινοτυπική μελέτη γονοτύπων πατάτας (S. tuberosum L.) με χρήση μορφολογικών περιγραφητών
Χατζηπαπάς, Παναγιώτης Α.Μ.88010
Η πατάτα (Solanum tuberosum) είναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα κηπευτικά προϊόντα στην Ελλάδα το οποίο καλλιεργείται σε μεγάλες εκτάσεις. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στην αξιολόγηση γονοτύπων πατάτας με διάφορους χρωματισμούς στην επιδερμίδα και την σάρκα σύμφωνα με τους περιγραφητές IPGRI (International Plant Genetics Resources Institute). Οι γονότυποι εγκαταστάθηκαν σε πειραματικό αγρό στην περιοχή Λαβδαίϊκα του δημοτικού διαμερίσματος Σώστι του δήμου Ήλιδας της Περιφερειακής Ενότητας Ηλείας. Αξιολογήθηκαν 56 γονότυποι βάση 44 ποσοτικών και μορφολογικών χαρακτήρων. Επίσης αξιολογήθηκε η παραγωγικότητα και η απόδοση των ποικιλιών σε όρους παραγωγής ανά 1.000 τ.μ., ποσοστό εμπορεύσιμων κονδύλων και ποσοστό παραγωγής κονδύλων ανά επιμέρους κατηγορία βάρους (Α:0-50, Β:51-100, Γ: 101-150, Δ:151-200, Ε:201-250, ΣΤ:251-300, Ζ:301-350, Η:>350 γραμμάρια). Ο Δείκτης Φαινοτυπικής Ποικιλομορφίας Shannon- Weaver ανέδειξε σχετικά μειωμένη ποικιλομορφία σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των κονδύλων (0.65) ενώ ήταν αυξημένη (0,82) σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της βλαστικής ανάπτυξης. Η ανάλυση κατά κύριες συνιστώσες κατέληξε στην εξαγωγή τεσσάρων συνιστωσών που εξηγούν το 62,984% της ολικής παραλλακτικότητας σε σχέση με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των κονδύλων, όπως το κύριο και δευτερεύον χρώμα της σάρκας, της επιδερμίδας και η κατανομή του, η υφή και το σχήμα των κονδύλων, ο αριθμός και η κατανομή των οφθαλμών. Επίσης τέσσερεις κύριες συνιστώσες εξηγούν το 62,069% της ολικής παραλλακτικότητας σε σχέση με τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της βλαστικής ανάπτυξης όπως το χρώμα, η εγκάρσια τομή και τα πτερύγια του βλαστού, η διακλάδωση των κύριων βλαστών και η μορφολογία των φύλλων. Δύο κύριες συνιστώσες εξηγούν το 70,770% της ολικής παραλλακτικότητας που αφορά τους μορφολογικούς χαρακτήρες της παραγωγής όπως το ποσοστό των κονδύλων ανά διακριτή κατηγορία βάρους, το ποσοστό των εμπορεύσιμων κονδύλων και η παραγωγή ανά 1.000 τ.μ. Οι γονότυποι εμφάνισαν σημαντικές αποκλίσεις σε σχέση με τα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά αλλά και την παραγωγικότητα. Στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις παρουσιάστηκαν τόσο μεταξύ φαινοτυπικών χαρακτηριστικών όσο και μεταξύ φαινοτυπικών χαρακτηριστικών και στοιχείων παραγωγικότητας και απόδοσης. Εξετάστηκε λεπτομερώς η συσχέτιση του χρώματος της επιδερμίδας με την παραγωγή τόσο στο σύνολο όσο και με τις επιμέρους κατηγορίες βαρών των παραγόμενων κονδύλων αναδεικνύοντας σημαντική συσχέτιση του κυρίαρχου χρώματος της επιδερμίδας με την παραγωγή ανά 1.000 τ.μ. και το ποσοστό των εμπορεύσιμων κονδύλων. Η ανάλυση κατά συστάδες οδήγησε στην δημιουργία ομάδων η οποία διαχωρίζει τους γονότυπους σύμφωνα με κοινά φαινοτυπικά χαρακτηριστικά προσφέροντας μία βάση για περεταίρω αξιολόγηση τους, επιλέγοντας τις ποικιλίες με τα πλέον επιθυμητά χαρακτηριστικά τόσο από πλευράς εμφάνισης όσο και παραγωγικότητας για περεταίρω ένταξή τους σε προγράμματα γενετικής βελτίωσης και αξιολόγησης της προσαρμογής τους σε ποικίλα βιοτικά και αβιοτικά περιβάλλοντα.
ABSTRACT
Potato (Solanum tuberosum L.) is one of the most widespread vegetable products in Greece cultivated in large scale. The present study aims to phenotypically characterize potato genotypes with different skin and flesh color with IPGRI (International Plant Genetics Resources Institute) morphological descriptors. Potato plants were sowed in an experimental field in the Lavdaika area of the municipality of Ilida in the Regional Unit of Ilia. Fifty-six genotypes were evaluated based on 44 quantitative and morphological characters. The productivity and yield of the varieties in terms of production per 1,000 sq.m., percentage of marketable tubers and percentage of tuber production per each weight category were also evaluated (A: 0-50, B: 51-100, C: 101-150, D : 151-200, E: 201-250, F: 251-300, G: 301-350, H:> 350 grams). The Shannon-Weaver Phenotypic Diversity Index showed relatively reduced diversity in relation to tuber characteristics (0.65) while it was increased (0.82) in relation to growth characteristics. Principal component analysis (PCA) resulted in four components which explain 62.984% of the total variability in relation to the tubers’ morphological characteristics, such as the prevailing and the secondary colour of the tuber flesh and skin as well as their distribution the tubers’ texture and shape and the number and distribution of the tubers’ eyes. Four main components explain 62.069% of the total variability in relation to the morphological characteristics of vegetative growth such as the colour, the cross section and the wings of the stem, the growth type, the branching and the leaf morphology. Two main components explain 70,770% of the total variability related to the morphological characteristics of the production such as the percentage of tubers per discrete weight category, the percentage of marketable tubers and the yield per 1.000 sq.m. Potato genotypes showed significant variability in terms of phenotypic characteristics and productivity. Statistically significant correlations occurred between the phenotypic characters and also between phenotypic characters yield and productivity data. The correlation of the skin color with the production in total and also with the individual weight categories of the tubers was examined in detail, highlighting a significant correlation of the dominant skin color with the production per 1,000 sq.m. and the percentage of marketable tubers. Cluster analysis led to the creation of groups that differentiate genotypes according to common phenotypic characteristics, providing thus a basis for evaluation and selection of genotypes with the most desirable characteristics both in terms of appearance and productivity. These genotypes will be exploited further in genetic improvement programs and will be evaluated for their adaptation to diverse biotic and abiotic environments.
2020-01-01T00:00:00ZΣύγκριση μεθόδων εκτίμησης δυνητικής εξατμισοδιαπνοής στη Δυτική Ελλάδα, με χρήση Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS)Παπαλέξη, Φανή Α.Μ.80006http://repository.library.teiwest.gr/xmlui/handle/123456789/86522020-10-01T08:32:53Z2020-01-01T00:00:00ZΣύγκριση μεθόδων εκτίμησης δυνητικής εξατμισοδιαπνοής στη Δυτική Ελλάδα, με χρήση Συστημάτων Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS)
Παπαλέξη, Φανή Α.Μ.80006
Η εξατμισοδιαπνοή αποτελεί ένα σημαντικό μέρος του υδρολογικού κύκλου. Ορίζεται ως το νερό που διαφεύγει στην ατμόσφαιρα ως εξάτμιση από την επιφάνεια του εδάφους ή των φύλλων των φυτών και ως διαπνοή από τα φύλλα. Οι υδρολογικές απώλειες μέσω εξατμισοδιαπνοής είναι σημαντικές γιατί επηρεάζουν, όχι μόνο τις απαιτούμενες ποσότητες αρδευτικού νερού, αλλά γενικά την εφαρμογή και σχεδίαση των αρδεύσεων και έργων υδατικής οικονομίας.
Οι παράγοντες που καθορίζουν την εξατμισοδιαπνοή σε μια περιοχή είναι φυσικοί αλλά και βιολογικοί. Έχουν αναπτυχθεί άμεσοι τρόποι (π.χ. λυσίμετρο) ή έμμεσοι τρόποι υπολογισμού της. Στους έμμεσους ανήκουν μοντέλα τα οποία χρησιμοποιούν μετεωρολογικά δεδομένα. Ο Ρenman, το 1948, παρουσίασε την πληρέστερη θεωρητική διερεύνηση του φαινομένου της εξάτμισης από μια ελεύθερη υδάτινη επιφάνεια και διατύπωσε τη μέθοδο Penman, η οποία γενικεύτηκε και έτσι προέκυψε το συνδυαστικό μοντέλο εξατμισοδιαπνοής αναφοράς ή αλλιώς δυνητικής εξατμισοδιαπνοής των Penman-Monteith.
Οι Tegos et al. (2015), παρουσίασαν την Παραμετρική Μέθοδο εκτίμησης της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς, η οποία χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της παρούσας εργασίας:
PET = (a R_(a )-b)/(1 - c Τ)
όπου a, b και c εμπειρικοί συντελεστές που προσδιορίζονται με τη μέθοδο των ελάχιστων τετραγώνων, θερμοκρασίας T και εξωγήινης ή άμεσης ηλιακής ακτινοβολίας Ra.
Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της ποιότητας της εκτίμησης της μηνιαίας εξατμισοδιαπνοής αναφοράς στην περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμα όλα τα απαιτούμενα μετεωρολογικά δεδομένα για την εφαρμογή του μοντέλου Penman-Monteith. Η ανάλυση έγινε με χρήση δεδομένων από τρεις σταθμούς της Δυτικής Ελλάδας, τον Πύργο, την Πάτρα και τη Ζάκυνθο από το δίκτυο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (https://www.meteo.gr).
Για τον σταθμό του Πύργου αναζητηθήκαν και βρέθηκαν όλα τα απαραίτητα μετεωρολογικά δεδομένα για τον υπολογισμό της μηνιαίας εξατμισοδιαπνοής αναφοράς δηλαδή η θερμοκρασία, η σχετική υγρασία, η ταχύτητα ανέμου και η ηλιακή ακτινοβολία από το δίκτυο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα δεδομένα υπολογίστηκε η μηνιαία δυνητική εξατμισοδιαπνοή με βάση το μοντέλο Penman-Monteith, αλλά και οι παράμετροι a, b, c της παραμετρικής μεθόδου. Οι υπολογισμοί πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια του λογισμικού επεξεργασίας χρονοσειρών HYDROGNOMON. Τα αποτελέσματα του μοντέλου Penman-Monteith στο σταθμό του Πύργου, θεωρήθηκαν ως η βάση για τις συγκρίσεις που πραγματοποιήθηκαν στη συνέχεια.
Για τους σταθμούς Πάτρας και Ζακύνθου ήταν διαθέσιμα μόνο τα δεδομένα της θερμοκρασίας αέρα, αλλά από τη βιβλιογραφία ήταν γνωστές οι τιμές των παραμέτρων a, b, c. Χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα δεδομένα, υπολογίστηκε η μηνιαία δυνητική εξατμισοδιαπνοή για τους δύο σταθμούς με βάση την παραμετρική μέθοδο.
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν δύο προσεγγίσεις εκτίμησης της δυνητικής εξατμισοδιαπνοής στη θέση του σταθμού του Πύργου, χρησιμοποιώντας το Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών ανοικτού κώδικα QGIS. Η πρώτη αφορούσε την χωρική παρεμβολή των σημειακών τιμών PET των σταθμών Πάτρας και Ζακύνθου με την μέθοδο χωρικής παρεμβολής IDW (Inverse Distance Weighting Interpolation - Μέθοδος Παρεμβολής της Αντίστροφα Σταθμισμένης Απόστασης), ενώ η δεύτερη εστίασε στην χωρική εφαρμογή της παραμετρικής μεθόδου, δημιουργώντας χάρτες των μεταβλητών και των παραμέτρων, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο IDW και εφαρμόζοντας την εξίσωση της μεθόδου χωρικά με το εργαλείο raster calculator. Για όλες τις χωρικές παρεμβολές δημιουργήθηκαν οι αντίστοιχοι θεματικοί χάρτες.
Κατόπιν, εντοπίστηκαν στους χάρτες οι τιμές εξατμισοδιαπνοής που εκτιμήθηκαν από τις δύο προσεγγίσεις, για τη θέση του σταθμού στον Πύργο. Τα αποτελέσματα αυτά συγκρίθηκαν με τις τιμές αναφοράς ΡΕΤ του σταθμού, οι οποίες είχαν προκύψει από την εφαρμογή του μοντέλου Penman-Monteith. Η σύγκριση πραγματοποιήθηκε με τη βοήθεια διάφορων στατιστικών κριτηρίων αλλά και χωρικά, μέσω της δημιουργίας χαρτών από τους οποίους προκύπτουν οι διαφορές των αποτελεσμάτων κάθε προσέγγισης από τους χάρτες που προέκυψαν χρησιμοποιώντας τις τιμές αναφοράς.
Τα αποτελέσματα της ανωτέρω ανάλυσης έδειξαν ότι η εκτίμηση της εξατμισοδιαπνοής αναφοράς στη θέση του σταθμού του Πύργου, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα των άλλων δύο σταθμών, ήταν καλύτερη στην περίπτωση της χωρικής εφαρμογής της παραμετρικής μεθόδου, επιβεβαιώνοντας τη θεωρητική ανάλυση εφαρμογής της μεθόδου, όπως αυτή έχει παρουσιαστεί αρχικά.
Abstract
Evapotranspiration constitutes an important part of the hydrologic cycle. It is defined as the water that is transferred to the atmosphere by evaporation from the soil surface or the plant leaves and by transpiration from the leaves. Hydrological losses by evapotranspiration are important because they affect, not only the needed amounts of irrigation water, but generally the application and design of irrigation projects and water saving.
The drivers of the evapotranspiration in an area are physical but also biological. There have been developed direct ways (e.g. lysimeter) or indirect ways of estimation. The indirect ways include hydrological models that use meteorological data. In 1948, Penman executed the most thorough theoretical investigation in order to compute the evaporation from an open water surface and stated the Penman method, which was later generalized to the Penman-Monteith combination method of reference evapotranspiration or potential evapotranspiration.
Tegos et al. (2015) presented the Parametric method for the evaluation of reference evapotranspiration, which constituted the basis for the research carried out in the context of the present study:
PET = (a R_(a )-b)/(1 - c Τ)
where a, b and c are empirical factors that are determined by the least squares method, T stands for temperature and Ra for extraterrestrial or direct solar radiation.
The goal of the study was the evaluation of the quality of the monthly values of reference evapotranspiration in the case of insufficient data for the Penman-Monteith model.
The necessary meteorological data (air temperature, humidity, wind speed and solar radiation), for Pyrgos station, were available from the National Observatory of Athens (https://www.meteo.gr). Using this data, monthly potential evapotranspiration was calculated based on the Penman-Monteith model, but also the parametric model parameters a, b, c. This procedure was carried out with the application HYDROGNOMON. The results of the Penman-Monteith model at Pyrgos station were considered as reference for the comparisons made thereafter.
For Patras and Zante stations the only available meteorological data was the air temperature, but also the a, b, c parameters from literature. Monthly potential evapotranspiration has been calculated for also these 2 stations.
Two approaches were then made to assess potential evapotranspiration at the location of the Pyrgos station, using the QGIS Open Source Geographical Information System. The first concerned the spatial interpolation of the PET point values of the Patras and Zakynthos stations by the Inverse Distance Weighting Interpolation (IDW) method, while the second focused on the spatial application of the parametric method, creating maps of variables and parameters using the IDW method and applying the equation of the method spatially with the raster calculator tool. For all spatial interpolations, the corresponding thematic maps were created. Subsequently the evapotranspiration values estimated by the two approaches were identified from the maps for the location of the station in Pyrgos.
These results were compared with the station's PET reference values resulting from the application of the Penman-Monteith model. The comparison was made using various statistical criteria as well as spatially, by creating maps that present the differences between the results of each approach from the maps obtained using the reference values.
Subsequently there has been done spatial interference of these values, for every month, in the Geographic Information System (GIS) and maps have been drawn with values bands. Following, using spatial interpolation IDW (Inverse Distance Weighted Interpolation) and with various methods, values of evapotranspiration, which the system predicts, have been recorded, for the station of Pyrgos. Moreover, there have been drawn maps, where the values bands are visible. These results have been compared to the reference values of Pyrgos, that have been resulted from the application of models to the meteorological data. This comparison was to the point, by using Statistical criteria and spatial with the drawing of maps that show the difference of the results of every method used, to the reference values.
The results of the above analysis showed that the assessment of the reference evapotranspiration at the location of the Pyrgos station using data from the two other stations, was better in the case of the spatial application of the parametric method, confirming the theoretical analysis considering the application of the method as initially presented.
2020-01-01T00:00:00Z