Επιτομή:
Στην διαδικασία ανάπτυξης της ομιλίας και του λόγου συνεισφέρει η εργαζόμενη μνήμη που σύμφωνα με τον Baddeley (1992) ορίζεται ως η ικανότητα διατήρησης πληροφοριών στον νου, για την πραγματοποίηση περίπλοκων δραστηριοτήτων όπως η κατανόηση, η μάθηση και ο συλλογισμός. Στην παρακάτω έρευνα αξιολογούνται 25 παιδιά πρώτης Δημοτικού και Νηπιαγωγείου έκαστης, σχετικά με την ακουστική εργαζόμενη μνήμη και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, καθώς η γλωσσική ανάπτυξη σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες είναι πολύ σημαντική για την ανάπτυξη των ακαδημαϊκών ικανοτήτων ανάγνωσης και γραφής. Επίσης, αξιολογήθηκε αν βελτιώθηκε η ικανότητα ακουστικής ανάκλησης, επομένως και η ακουστική μνήμη σε σχέση με την ηλικία. Στη μελέτη συμμετείχαν μονόγλωσσα ελληνόπουλα τυπικής ανάπτυξης 5-6 και 6-7 ετών. Το πρωτόκολλο χορήγησης αποτελείται από 10 ομάδες των 8 λέξεων, διαμορφωμένες από διαφορετικούς λεξικούς παράγοντες (μήκος λέξης, φωνολογική πολυπλοκότητα και ομοιότητα, σημασιολογική συνάφεια, συχνότητα εμφάνισης) και από μια λίστα 20 ψευδολέξεων με αυξανόμενο μήκος και φωνοτακτική πολυπλοκότητα. Οι λίστες παρουσιάστηκαν ηχογραφημένες 1 λέξη/sec και ζητούνταν στο τέλος της κάθε λίστας να ανακαλούνται όσες περισσότερες γινόταν, ενώ οι ψευδολέξεις ανακαλούνταν μια-μια. Η στατιστική ανάλυση διεξήχθη με το SPSS Statistics (ANOVA και paired t-test) και τα αποτελέσματα έδειξαν πως υπάρχει καλύτερη επίδοση στην ανάκληση λέξεων με σημασιολογική συνάφεια και στις λέξεις υψηλής έναντι χαμηλής συχνότητας εμφάνισης. Φαίνεται πως αλλάζοντας μόνο τον παράγοντα του μήκους της λέξης δεν αλλάζει η επίδοση για την πρώτη τάξη, ενώ για τα παιδιά νηπιαγωγείου αλλάζει και μάλιστα φαίνεται να είναι πρωταρχικός παράγοντας επιρροής της ανάκλησης. Η επίδοση των παιδιών του Νηπιαγωγείου παρατηρήθηκε να μειώνεται όταν έπρεπε να ανακαλέσουν λέξεις με φωνολογική ομοιότητα, κάτι που δεν συνέβη στα παιδιά της πρώτης Δημοτικού. Το αποτελέσματα έδειξαν πως τα παιδιά της πρώτης Τάξης έχουν καλύτερη ακουστική μνήμη σε σχέση με τα παιδιά του Νηπιαγωγείου.