Επιτομή:
Το λεμφοίδημα αφορά την κλινική εκδήλωση της μηχανικής ανεπάρκειας του λεμφικού συστήματος. Πρόκειται για συχνή παρενέργεια μετά από επεμβάσεις για την θεραπεία του καρκίνου του μαστού (χειρουργική αφαίρεση λεμφαδένων, ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία) και μπορεί να εμφανιστεί άμεσα, συνήθως μέσα στα πρώτα δυο χρόνια μετά την αρχική θεραπεία, ή έως και 30 χρόνια αργότερα. Υπολογίζεται πως ένα ποσοστό περίπου 20% των ασθενών θα εμφανίσουν κάποιας μορφής λεμφοίδημα, βέβαια αυτό εξαρτάται από το στάδιο του καρκίνου και από τον τύπο της θεραπείας. Οι παράγοντες που σχετίζονται με την πιθανότητα εμφάνισης είναι ο αριθμός των αφαιρεθέντων λεμφαδένων, το αυξημένο σωματικό βάρος, η χρήση ακτινοβολίας και ιστορικό λοίμωξης. Εκδηλώνεται με αίσθηση βάρους, οίδημα - «πρήξιμο» του άκρου, δυσφορία και μειωμένη λειτουργικότητα. Καθώς πρόκειται για χρόνια πάθηση σταδιακά η προσβεβλημένη περιοχή υπόκειται σε δευτερογενείς αλλοιώσεις, όπως σκλήρυνση και πάχυνση του δέρματος, φλεγμονές, κύστες, κ.α. Η διάγνωση του λεμφοιδήματος γίνεται μέσω της λήψης καλού ιστορικού, μέτρησης της περιφέρειας με την χρήση μεζούρας, με βιομετρικές μεθόδους αλλά και με απεικονιστικές τεχνικές, όπως το λεμφοσπινθηρογράφημα, οι υπέρηχοι, η αξονική και η μαγνητική τομογραφία. Η μέθοδος αντιμετώπισης είναι συντηρητική και η σύγχρονη θεραπεία που εφαρμόζεται είναι η Ολοκληρωμένη Αποσυμφορητική Θεραπεία (CDT), η οποία περιλαμβάνει την λεμφική μάλαξη σε συνδυασμό με τεχνικές συμπιεστικής περίδεσης, χρήση συμπιεστικού ενδύματος και ελαστικής ταινίας, καθώς και εκτέλεση ειδικών ασκήσεων, φροντίδα του δέρματος, και ρύθμιση του σωματικού βάρους, με σκοπό την παροχέτευση του οιδήματος και διατήρηση των αποτελεσμάτων της θεραπείας. H χειρουργική θεραπεία επιλέγεται μόνο σε αποτυχία όλων των υπόλοιπων παρεμβάσεων. Η πρόληψη του λεμφοιδήματος επιτυγχάνεται με την σωστή ενημέρωση του ασθενή αλλά και με την τακτική παρακολούθηση για την έγκαιρη διάγνωση προτού προλάβει να εξαπλωθεί το οίδημα.