Επιτομή:
Η σχιζοφρένεια αποτελεί μια από τις περιπλοκότερες ασθένειες, που προσβάλλει το 1% του πληθυσμού. Αποτελεί σοβαρή ασθένεια του εγκεφάλου και προκαλεί διαταραχές στη σκέψη, στην αντίληψη, στη συμπεριφορά και στη συναισθηματική κατάσταση του ασθενή με σοβαρές επιπτώσεις σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του ατόμου ( προσωπική, κοινωνική, επαγγελματική ζωή).
Κάνει την εμφάνισή της στην πρώιμη ενήλικη ζωή και εμφανίζει θετικά και αρνητικά συμπτώματα. Ανάμεσα στα θετικά περιλαμβάνονται οι οπτικές, απτικές και ακουστικές ψευδαισθήσεις, η αποδιοργανωμένη ομιλία και σκέψη, οι παραληρητικές ιδέες καθώς και οι διαταραχές της συμπεριφοράς. Στα αρνητικά συμπτώματα περιλαμβάνονται η φτώχεια του λόγου, το επίπεδο ή αμβλύ συναίσθημα, ανηδονία καθώς και έλλειψη επιθυμίας για ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων.
Χωρίς να έχουν εξακριβωθεί πλήρως τα αίτια, περιλαμβάνουν περιβαλλοντικούς, ψυχολογικούς και γενετικούς παράγοντες. Η διάγνωση, στηρίζεται σε κριτήρια του ICD-10 και του DSM-IV για Ευρώπη και Αμερική αντίστοιχα. Υπάρχουν στοιχεία που αναφέρουν ότι ανάμεσα στους πάσχοντες που βιώνουν το πρώτο επεισόδιο ψύχωσης, οι πιθανότητες για επιτυχής έκβαση της νόσου αναγράφεται περίπου στο 42%, για ενδιάμεση έκβαση περίπου στο 35% και για αρνητική έκβαση στο 27%. Η θεραπεία βασίζεται κυρίως σε αντιψυχωτικά φάρμακα αλλά και σε γνωστική και συμπεριφορική ψυχοθεραπεία. Όσον αφορά τα αντιψυχωτικά φάρμακα μπορούν να μειώσουν κυρίως τα θετικά συμπτώματα σε περίπου δύο εβδομάδες σε αντίθεση με τα αρνητικά που δεν βελτιώνονται σε σημαντικό βαθμό.
Ωστόσο με την έγκαιρη και σωστή θεραπεία αλλά και με τις κατάλληλες νοσηλευτικές παρεμβάσεις που έχουν να κάνουν με την εκπαίδευση και τη βοήθεια για ανάκτηση των επικοινωνιακών δεξιοτήτων των ασθενών, υπάρχει η δυνατότητα καταπολέμησης αρκετών συμπτωμάτων και η επαναφορά της λειτουργικότητας του ατόμου κατά ένα μεγάλο βαθμό.
Έτσι το νοσηλευτικό προσωπικό, πέρα από τη γενικότερη φροντίδα και τη χορήγηση φαρμάκων στους ασθενείς του, πρέπει να επικοινωνεί μαζί τους με τέτοιο τρόπο ώστε να κατανοεί πιο ουσιαστικά τις βαθύτερες ανάγκες και τα συναισθήματα τους. Τέλος, το κοινοτικό νοσηλευτικό προσωπικό οφείλει να μεριμνήσει, ώστε τα άτομα αυτά να μπορούν να διαμένουν σε σπίτι, να εργάζονται στην κοινότητα πάνω απ ΄ όλα με ασφάλεια, όπως επίσης και να αναπτύσσουν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις και τις ικανότητες τους.