Επιτομή:
Η παρούσα πτυχιακή εργασία αφορά ένα σχετικά καινούριο φαινόμενο στη μελέτη της Ελληνικής, την αυτοπτικότητα. Η αυτοπτικότητα είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ομιλητής κωδικοποιεί στη γλώσσα το πώς γνωρίζει την πληροφορία για την οποία μιλάει. Συγκεκριμένα, εστιάζει στο εάν οι έφηβοι με αυτισμό αντιλαμβάνονται και αναπτύσσουν την συντακτική κωδικοποίηση της αυτοπτικότητας, όπως αυτή κωδικοποιείται και διαφοροποιείται μεταξύ οριστικών προτάσεων (για άμεση και έμμεση μαρτυρία) και ψευδοαναφορικών προτάσεων (για άμεση μαρτυρία) στα Ελληνικά.
Οι συμμετέχοντες είναι 30 και χωρίζονται σε δύο ομάδες: η πρώτη αποτελείται από 10 εφήβους στο φάσμα του αυτισμού (ήπιο και υψηλής λειτουργικότητας), ηλικίας 12-16 ετών, και η δεύτερη από 20 εφήβους τυπικής ανάπτυξης, που ταίριαζαν ανά δύο με κάθε έναν από τους εφήβους με αυτισμό ως προς την ηλικία. Αρχικά έγινε η χορήγηση ενός τεστ συμπλήρωσης προτάσεων (DVIQ), ώστε να ελεγχθεί το μορφοσυντακτικό επίπεδο των συμμετεχόντων. Ακολούθησε η πειραματική δοκιμασία διερεύνησης της αυτοπτικότητας, μία δοκιμασία επιλογής εικόνων. Γι αυτό τον σκοπό δόθηκαν 6 ομάδες των 4 προτάσεων (24 προτάσεις συνολικά) και έγινε αξιολόγηση των συμμετεχόντων για το αν μπορούν να κατανοήσουν την διαφορά της κωδικοποίησης μεταξύ οριστικών και ψευδοαναφορικών προτάσεων. Τα αποτελέσματα δείχνουν πως οι έφηβοι τυπικής ανάπτυξης είναι σε θέση να το κάνουν, ενώ οι συμμετέχοντες στο φάσμα του αυτισμού δεν αντιλαμβάνονται πως οι ψευδοαναφορικές προτάσεις δεν επαληθεύονται μέσω της έμμεσης μαρτυρίας, σε αντίθεση με τις οριστικές.