Επιτομή:
Η παρούσα έρευνα μελετά την ικανότητα συνομιλητικής επιδιόρθωσης στα παιδιά με Αυτισμό και Νοητική Καθυστέρηση. Όπως ξέρουμε ο Αυτισμός και η Νοητική καθυστέρηση αφορούν Αναπτυξιακές Διαταραχές, όπου παρουσιάζουν δυσκολίες στην επικοινωνία και στα γλωσσικά χαρακτηριστικά. Αυτό το γεγονός δημιουργεί προβλήματα στην επιδιόρθωση της συζήτησης τους όταν αντιμετωπίσουν αιτήματα από τον συνομιλητή τους. Η συγκεκριμένη έρευνα πραγματοποιήθηκε με σκοπό να διαπιστωθεί αν τα γλωσσικά-επικοινωνιακά ελλείμματα επηρεάζουν την επιδιόρθωση στην ομιλία των παιδιών και να τονιστεί αν υπάρχουν ομοιότητες ή διαφορές μεταξύ των παιδιών της ίδιας ομάδας, καθώς επίσης και των δύο ομάδων μεταξύ τους. Η έρευνα περιλαμβάνει ισοδύναμο αριθμό συμμετεχόντων και στις δύο ομάδες, δηλαδή πέντε παιδιά με Αυτισμό και πέντε παιδιά με Νοητική Καθυστέρηση. Ανάμεσα τους υπάρχουν ένα παιδί με σύνδρομο DOWN και ένα παιδί με Εύθραυστο Χρωμόσωμα Χ. Κατά τη διάρκεια της έρευνας χορηγήθηκαν τρία Γλωσσικά-Επικοινωνιακά τεστ: το DVIQ test , το DELV test και η Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου για να συγκεντρωθούν πληροφορίες για τα γνωστικά-πραγματολογικά τους χαρακτηριστικά. Εκτός αυτών χορηγήθηκε και μία δοκιμασία Συνομιλητικής Επιδιόρθωσης που περιλαμβάνει 7 κατηγορίες αιτημάτων επιδιόρθωσης και 11 είδη επιδιόρθωσης. Τα αποτελέσματα που διεξάχθηκαν από αυτά τα τεστ απαντούν στα ερευνητικά ερωτήματα που θέσαμε. Μετά τη ερευνητική διαδικασία και την ανάλυση προέκυψε το γεγονός ότι πρώτον οι δύο ομάδες μεταξύ τους έχουν ανομοιογένεια ως προς τον τρόπο επιδιόρθωσής τους ιδιαίτερα μετά την σύγκριση των δύο ομάδων σημειώθηκε σημαντική διαφορά στα μη-ειδικά αιτήματα όπου ο Αυτισμός είχε την καλύτερη επίδοση. Γενικότερα οι δύο ομάδες παρουσίασαν ανομοιογένεια και στην χρήση των ειδών επιδιόρθωσης όπου η ομάδα του Αυτισμού παρατηρήθηκε ότι χρησιμοποιεί μεγαλύτερη ποικιλία ειδών. Ενώ οι συμμετέχοντες της κάθε ομάδας παρουσιάζουν ομοιογένεια είτε ως προς τις επιτυχημένες προσπάθειες όπως τα παιδιά της ομάδας του Αυτισμού είτε ως προς τις αποτυχημένες προσπάθειες επιδιόρθωσης όπως τα παιδιά της ομάδας Νοητικής Καθυστέρησης. Επιπλέον, τα ελλείμματα στα γλωσσικά-επικοινωνιακά τεστ, ενώ γενικότερα επηρεάζουν τον τρόπο επιδιόρθωσης, τα δεδομένα έδειξαν ότι μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες υπήρχαν παιδιά με αρθρωτικές δυσκολίες οι οποίες όπως αποδείχθηκε δεν επηρεάζουν την επιδιόρθωση κατά τη συνομιλία. Στην τελευταία ενότητα της εργασίας συγκρίνονται τα αποτελέσματα με τη βιβλιογραφία και τίθενται τα συνολικά συμπεράσματα της έρευνας, προκειμένου να εκφραστούν οι συμφωνίες και οι διαφωνίες σχετικά με τα δεδομένα. Ειδικότερα μετά την διεξαγωγή των συνολικών συμπερασμάτων παρατηρήθηκε ότι τα δεδομένα της έρευνας μας έρχονται σε συμφωνία με πολλά σημεία της βιβλιογραφίας, όπως στην άποψη ετερογένειας των Γλωσσικών χαρακτηριστικών του Αυτισμού, την χρήση διακοπών και αποκρίσεων εκτός θέματος από τα παιδιά με Αυτισμό. Αλλά και στο γεγονός ότι τα παιδιά με Αυτισμό δεν ανταποκρίνονται και δεν επιδιορθώνουν αυθόρμητα την συνομιλία. Τέλος συμφωνούμε ότι τα παιδιά με Νοητική Καθυστέρηση ενώ καλύπτουν τις ανάγκες τους με τον λόγο τους δεν μπορούν να είναι ανεξάρτητοι. Αντίθετα δεν συμφωνούμε με την βιβλιογραφία ως προς την άποψη ότι τα παιδιά με Αυτισμό χρησιμοποιούν αντισυμβατικές συμπεριφορές, ότι η επίδοση των παιδιών με Νοητική Καθυστέρηση εξαρτάται από τον βαθμό σοβαρότητας και ότι τα παιδιά με Αυτισμό χρησιμοποιούν περισσότερες επαναλήψεις και προσθήκες πληροφοριών. Παράλληλα, προστίθενται κάποιες προτάσεις για περαιτέρω έρευνα του θέματος.