Επιτομή:
Οι σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις είναι μια σημαντική παγκόσμια αιτία οξείας ασθένειας, στειρότητας, μακροχρόνιας αναπηρίας και θανάτου, με σοβαρές ιατρικές και ψυχολογικές συνέπειες για εκατομμύρια άνδρες, γυναίκες και βρέφη. Ο ΠΟΥ εκτιμά, ότι 340 εκατομμύρια νέα κρούσματα σύφιλης, γονόρροιας, χλαμυδίων και τριχομονάδος σημειώθηκαν σε όλο τον κόσμο το 1999 σε άνδρες και γυναίκες ηλικίας 15-49 ετών (WHO, 2001).
Παρόλο που τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) επηρεάζουν άτομα όλων των ηλικιών, επιβαρύνουν σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό τους νέους. Αν και οι νέοι ηλικίας 15 έως 24 ετών αποτελούν μόλις το ένα τέταρτο του σεξουαλικά ενεργού πληθυσμού, αντιπροσωπεύουν τα μισά από τα 20 εκατομμύρια νέα ΣΜΝ στις Ηνωμένες Πολιτείες κάθε χρόνο (Sieving, et al., 2019).
Το 1990, ο ΠΟΥ εκτιμά ότι σημειώθηκαν πάνω από 250 εκατομμύρια νέες περιπτώσεις ΣΜΝ. Η εκτίμηση βασίστηκε σε μια τροποποιημένη τεχνική Delphi, η οποία επιλέχθηκε λόγω των περιορισμένων πληροφοριών σχετικά με την επίπτωση και την επικράτηση των ΣΜΝ που ήταν διαθέσιμη τότε από πολλές περιοχές, όπως την Υποσαχάρια Αφρική και ορισμένες περιοχές της Ασίας (WHO, 1990).
Το 1995, χρησιμοποιώντας μια αναθεωρημένη τεχνική, ο αριθμός των νέων κρουσμάτων ΣΜΝ εκτιμήθηκε στα 333 εκατομμύρια. Τα στοιχεία για την εκτίμηση συλλέχθηκαν με αναζήτηση δημοσιευμένων και μη δημοσιευμένων πληροφοριών σχετικά με τον επιπολασμό και τη συχνότητα εμφάνισης, τόσο στη βιβλιογραφία όσο και στα αρχεία χωρών του ΠΟΥ για τα ΣΜΝ. Οι εκτιμήσεις του ΠΟΥ, αν και βασίστηκαν στις διαθέσιμες πληροφορίες επηρεάστηκαν από την ποσότητα και την ποιότητα των δεδομένων επικινδυνότητας και επίπτωσης από τις διαφορετικές περιοχές και τις γνώσεις του πληθυσμού για τη διάρκεια της μόλυνσης (WHO, 1995).
Δεδομένα από επιδημιολογικές έρευνες δείχνουν ότι στις χώρες και μεταξύ των χωρών της ίδιας περιοχής η επικράτηση και η συχνότητα εμφάνισης των ΣΜΝ μπορεί να ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό, μεταξύ αστικού και αγροτικού πληθυσμού και ακόμη και σε παρόμοιες πληθυσμιακές ομάδες. Οι διαφορές αυτές αντικατοπτρίζουν μια ποικιλία κοινωνικών, πολιτιστικών και οικονομικών παραγόντων, όπως αποδεικνύεται και από την επιδημία του HIV, καθώς και διαφορές στην πρόσβαση κατάλληλης θεραπείας. Σε γενικές γραμμές, ο επιπολασμός των ΣΜΝ τείνει να είναι υψηλότερος στους αστικούς κατοίκους, στα άγαμα άτομα και στους νέους ενήλικες (Gilson, et al., 1997).
Τα ΣΜΝ τείνουν να εμφανίζονται σε νεαρή ηλικία πιο συχνά στα θηλυκά από ότι στα αρσενικά, γεγονός που μπορεί να εξηγηθεί από τις διαφορές στα πρότυπα της σεξουαλικής δραστηριότητας και τους σχετικούς ρυθμούς μετάδοσης από το ένα φύλο στο άλλο. Σε πληθυσμιακό επίπεδο, η εξάπλωση μιας σεξουαλικά μεταδιδόμενης ασθένειας εξαρτάται από τον μέσο αριθμό νέων κρουσμάτων μόλυνσης που παράγονται από ένα μολυσμένο άτομο. Αυτό μπορεί να περιγραφεί με βάση τη βασική αναλογία κακής παραγωγής (Ro), η οποία εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της μετάδοσης (b), τη μέση συχνότητα των σεξουαλικών εταίρων (c) και τη μέση διάρκεια της μολυσματικότητας (D), όπως εκφράζεται στη μορφή “ Ro = b * c * D ” (WHO, 2001).