Επιτομή:
Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις αποτελούν μία από τις κυριότερες αιτίες θανάτου ή αναπηρίας παγκοσμίως. Εμφανίζονται σε μεγαλύτερο ποσοστό στις νεαρές ηλικίες και οφείλονται κυρίως σε τροχαία και εργατικά ατυχήματα, μπορεί να προέλθουν όμως και από τη χρήση βίας, τα αθλητικά ατυχήματα και τις πτώσεις.
Οι συχνότερες επιπτώσεις των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων είναι οι κινητικές διαταραχές, οι διαταραχές της ομιλίας, οι γνωστικές και οι ψυχολογικές διαταραχές.
Η διάγνωση των κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων επιτυγχάνεται με τη βοήθεια συγκεκριμένων εξετάσεων, όπως την αξονική τομογραφία, την ακτινογραφία του κρανίου και της σπονδυλικής στήλης, τη μαγνητική τομογραφία, το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, την αγγειογραφία εγκεφάλου και τις ορολογικές εξετάσεις.
Η ταξινόμησή τους γίνεται, με βάση το μηχανισμό της κάκωσης, σε ανοικτές ή διατιτραίνουσες και κλειστές, με βάση τη βαρύτητα της κάκωσης με τη χρήση της Κλίμακας Γλασκώβης σε ελαφριές, μέτριες και βαριές, με βάση τη βαρύτητα της εγκεφαλικής βλάβης σε ελάσσονες και μείζονες και με βάση τη μορφολογία της κάκωσης σε κατάγματα του κρανίου και σε ενδοκρανιακές βλάβες.
Οι ασθενείς που έχουν υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πολυτραυματίες και ιδανικά η αντιμετώπισή τους θα πρέπει να ξεκινά προνοσοκομειακά από τον τόπο του ατυχήματος, με σκοπό τη σωστή και ασφαλή μεταφορά τους στο νοσοκομείο. Έπειτα συνεχίζεται στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών με τις εξειδικευμένες ομάδες αντιμετώπισης οξέων περιστατικών και καταλήγει στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας ή στο Νευροχειρουργικό τμήμα, όπου εφαρμόζονται σύγχρονες μέθοδοι νευροπαραμέτρησης και νευροπροστασίας.