Επιτομή:
Εισαγωγή: Ο καρκίνος του μαστού δύναται να προκαλέσει σημαντικές επιπτώσεις, τόσο
σωματικές, όσο και ψυχολογικές, οι οποίες μειώνουν το επίπεδο της Ποιότητα ζωής των
γυναικών με καρκινογένεση του μαστού. Η ζωή των γυναικών υφίσταται ριζικές αλλαγές σε
όλους τους τομείς του βίου. Για τον λόγο αυτό, κρίνεται αναγκαία η παροχή σωματικής και
συναισθηματικής αρωγής, τόσο από το προσωπικό υγείας όσο και από την οικογένεια των
γυναικών, προκειμένου να προσαρμοστούν στα νέα αυτά δεδομένα της ζωής τους.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας πτυχιακής εργασίας είναι η διερεύνηση της Ποιότητας
Ζωής των γυναικών με καρκίνο του μαστού. Πιο ειδικά, υλοποιείται διευρεύνηση των
σωματικών και ψυχολογικών επιπτώσεων, που επιφέρει η ίδια η νόσος και οι θεραπείες της
στην σωματική και ψυχολογική τους υγεία, επηρεάζοντας την ποιότητα ζωής τους, καθώς και
του ρόλου του νοσηλευτή στην αντιμετώπιση αυτών, μέσω των νοσηλευτικών παρεμβάσεων.
Ανασκόπηση βιβλιογραφίας: Πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση της ελληνικής και
διεθνούς βιβλιογραφίας, σε επιστημονικά τεκμηριωμένα άρθρα από ηλεκτρονικές βάσεις
δεδομένων (Google Scholar, Pub Med, Science Direct), καθώς και σε επιστημονικά
συγγράμματα.
Συμπεράσματα: Στον καρκίνο του μαστού, αν και αποτελεί τον πιο διαδεδομένο καρκίνο
στις γυναίκες, είναι δυνατόν να εξασφαλιστεί μεγάλος βαθμός επιβίωσης, μέσω της
καλυτέρευσης του διαγνωστικού ελέγχου και των θεραπευτικών μεθόδων. Παρόλα αυτά, τα
αίσθηματα της ψυχολογικής και κοινωνικής δυσανασχέτησης, που παρουσιάζουν οι
πάσχουσες, κατά την διάγνωση της νόσου, είναι δυνατόν να ασκήσουν αρνητικές επιδράσεις
στην θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η σωματική, η συναισθηματική και η κοινωνική
κατάπτωση που εμφανίζουν οι ασθενείς με καρκίνο του μαστού μειώνουν σημαντικά το
επίπεδο της Ποιότητας Ζωής τους. Στις γυναίκες αυτές πρέπει να δοθεί βοήθεια, προκειμένου
να κατανοήσουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται και να ενημερωθούν, σχετικά με τα
συμπτώματα που πρόκειται να εμφανίσουν. Η γυναίκα έχει ανάγκη για υποστήριξη από το
προσωπικό υγείας, την οικογένεια της και την κοινωνία, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις
φυσικές και συναισθηματικές διαταραχές που προκύπτουν από την νόσο, καθώς και να
εξοικοιωθεί με την νόσο και τις ανεπιθύμητες επιδράσεις της, βελτιώνοντας έτσι τα επίπεδα
της Ποιότητας Ζωής της.