Επιτομή:
Η παρούσα εργασία έχει ως βασικό αντικείμενο μελέτης την δύσπνοια ανεξαρτήτως ηλικίας. Η δύσπνοια ορίζεται ως το αίσθημα της δυσκολίας της αναπνοής με κύρια συμπτώματα το σφίξιμο στο στήθος και το αποπνικτικό αίσθημα, η αίσθηση δηλαδή ότι δεν υπάρχει αρκετό οξυγόνο. Δεν είναι απλώς μια αυτόματη φυσιολογική λειτουργεία αλλά μια σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ φυσιολογικών, ψυχολογικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Η κλινική αξιολόγηση και προσέγγιση για την διαχείριση της δύσπνοιας κατευθύνεται από την κλινική παρουσίαση και την υποκείμενη αιτία. Οι αιτίες της δύσπνοιας είναι πολλαπλές και περιλαμβάνουν ένα φάσμα διαταραχών, από καλοήθεις εώς σοβαρές και απειλητικές για την ζωή οντότητες. Οι παράγοντες που προκαλούν την δύσπνοια είναι το άσθμα, ισχαιμία του μυοκαρδίου, η πνευμονία, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, το οξύ στεφανιαίο σύνδρομο αλλά και ψυχογενή αίτια όπως το άγχος, όμως δύσπνοια μπορεί να είναι καθημερινό και συνηθισμένο σύμπτωμα μετά από έντονη γυμναστική ή περπάτημα.
Ως απώτερος στόχος της θεραπευτικής αγωγής της δύσπνοιας είναι η μείωση της σοβαρότητας των επιπτώσεων που την προκαλούν με αποτέλεσμα να επανέλθει η αίσθηση της ικανοποίησης του οξυγόνου. Σημαντικό κριτήριο είναι η αποφυγή των παραγόντων και των επιπτώσεων που προκαλούν την δύσπνοια π.χ. Ερεθιστικές ουσίες και κάπνισμα.
Ο ρόλος του νοσηλευτή στην δύσπνοια είναι πολύ σημαντικός και απαραίτητος τόσο στην διαχείριση του συμπτώματος όσο και στην εκπαίδευση και αποκατάσταση του ασθενούς. Η σωστή και ολοκληρωμένη νοσηλευτική φροντίδα σε ασθενείς με αναπνευστικές παθήσεις είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος βελτίωσης της ποιότητας ζωής και των κλινικών αποτελεσμάτων αφού ο νοσηλευτής λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον ιατρό, τον ασθενή και την οικογένεια του.
Στόχος λοιπόν αυτής της μελέτης είναι να ελέγξει και να κατανοήσει καλύτερα τις αιτίες της δύσπνοιας, τις μεθόδους αντιμετώπισης και διαχείρισης της και τον ρόλο του νοσηλευτή τόσο στην διάγνωση και αξιολόγηση όσο και στη θεραπεία της δύσπνοιας.