Επιτομή:
Εισαγωγή: Ο ρυθμός ομιλίας θεωρείται οτι εκφράζει την ταχύτητα που ένας ομιλητής εκτελεί αρθρωτικές κινήσεις για την παράγωγη ομιλίας. Οι ακροατές για να κρίνουν τον ρυθμό ομιλίας χρησιμοποιούν πληροφορίες από τη ταχύτητα άρθρωσης, την αναλογία παύσεων, τον επιτονισμό και τη διάρκεια των φωνηέντων .
Μεθοδολογία: Στην ερευνητική διαδικασία πήραν μέρος τέσσερα άτομα νεαρής ηλικίας και τέσσερα άτομα της τρίτης ηλικίας, τυπικού πληθυσμού, τα οποία ηχογραφηθήκαν κατά την ανάγνωση 20 προτάσεων σε διαφορετικές συνθήκες ταχύτητας ομιλίας (κανονική, αργή και γρήγορη) και στην ελεύθερη συζήτηση. Σκοπός ήταν να υπολογίσουμε την ταχύτητα ομιλίας σε συνθήκες παρόμοιες της ελεύθερη συζήτηση. Οι προτάσεις χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία δυο αντιληπτικών πειραμάτων και για να δούμε την επίδραση των αλλαγών στην ταχύτητα ομιλίας στα τονισμένα φωνηέντα και τον επιτονισμό των προτάσεων. Στα αντιληπτικά πειράματα πήραν μέρος δέκα άτομα νεαρής ηλικίας, τυπικού πληθυσμού τα οποία κριθήκαν να επιλέξουν στο πρώτο πείραμα ποια πρόταση τους ακούγεται πιο αργή και στο δεύτερο ποια πρόταση πιο φυσική μεταξύ δυο προτάσεων. Σκοπός μας ήταν και η διερεύνηση του ρόλου της ηλικίας των ομιλητών.
Συμπεράσματα: Τα άτομα της νεαρής ηλικίας έχουν μεγαλύτερη ταχύτητα άρθρωσης και ομιλίας στην ελεύθερη συζήτηση από τα άτομα της τρίτης ηλικιακής ομάδας. Η διάρκεια των φωνηέντων στη γρήγορη ταχύτητα ομιλίας μειώθηκε και αυξήθηκε στην αργή ταχύτητα συγκριτικά με τη διάρκεια του φωνήεντος στη κανονική ταχύτητα ομιλίας. Η αλλαγή στην ταχύτητα ομιλίας φαίνεται οτι δεν επιδρά στους δυο πρώτους διαμορφωτές των τονισμένων φωνήεντων ενώ επιδρά στον επιτονισμό των προτάσεων. Στο αντιληπτικό πείραμα της ταχύτητας παρατηρήθηκε μεγαλύτερη επιτυχία όταν έπρεπε να επιλέξουν την πιο αργή πρόταση μεταξύ αργής και κανονικής ταχύτητας ομιλίας. Στο πείραμα της φυσικότητας τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η κανονική ταχύτητα ομιλίας χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη φυσικότητα κατόπιν ακολουθεί η γρήγορη ταχύτητα ομιλίας και τέλος η αργή.