Επιτομή:
Η σκόπιμη στρέβλωση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων των εταιρειών μπορεί να επιτευχθεί με τη χρήση της δημιουργικής λογιστικής που προσβλέπει στη διαμόρφωση μιας εικόνας ικανής να παραπλανήσει το εξωτερικό περιβάλλον μιας επιχείρησης και κυρίως τους επενδυτές. Η χρήση της σε κάποιες περιπτώσεις θωρείται ηθική ενώ σε κάποιες άλλες ανήθικη. Οι λογιστικές καταστάσεις των επιχειρήσεων πρέπει να αντανακλούν τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα μιας επιχείρησης καθώς ιδιοκτήτες, επενδυτές και πιστωτές λαμβάνουν από αυτές την πληροφόρηση και κατά συνέπεια και τις απαιτούμενες αποφάσεις για το μέλλον των κεφαλαίων τους. Σε μια εποχή που κυριαρχεί σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα στις εταιρείες, η παραπληροφόρηση σχετικά με τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη στο εσωτερικό μιας επιχείρησης είναι συνηθισμένο φαινόμενο, αποτελεί τη συνέχεια της χρήσης της δημιουργικής λογιστικής με τη διαφορά ότι ξεπερνά τα νόμιμα πλαίσια και ονομάζεται λογιστική απάτη. Αναφέρεται στη ανακριβή παρουσίαση στοιχείων του ενεργητικού, λανθασμένων καταχωρήσεων και γενικά αποκλίσεων από το ρυθμιστικό πλαίσιο κανόνων.
Επιπρόσθετα, αποτέλεσμα των παραπάνω επιδιώξεων είναι και η χειραγώγηση των κερδών. Ακόμη και τα υψηλόβαθμα στελέχη των επιχειρήσεων επιδιώκουν την νόθευση των οικονομικών καταστάσεων, ώστε να παραμείνει ανέπαφη η εικόνα της επιχείρησης τους και ταυτόχρονα να μην αμαυρώνεται η δική τους προς τη διοίκησή της. Ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις φροντίζουν για την «ωραιοποιημένη» παρουσίαση των χρηματοοικονομικών τους καταστάσεων, ώστε να μη δυσφημίζεται η εταιρεία σε περίπτωση που τα πραγματικά τους οικονομικά στοιχεία δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της αγοράς και ιδιαίτερα των οικονομικών αναλυτών. Τέλος, η αύξηση των περιστατικών λογιστικής απάτης και γενικά η δημιουργική ευρηματικότητα στον τομέα της λογιστικής δε θα μπορούσε να μην έχει οδηγήσει σε μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα ακόμη και επιχειρήσεων με διεθνή οικονομική δραστηριότητα.
Όσον αφορά το τµήµα της εµπειρικής διερεύνησης, εξετάζεται η ύπαρξη χειραγώγησης των λογιστικών αποτελεσµάτων δώδεκα εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης του δείκτη FTSE/Χ.Α. 20. Η µεθοδολογία που χρησιµοποιείται στην έρευνα αυτή βασίζεται στα µοντέλα εντοπισµού διαχείρισης κερδών της Jones και modified Jones. Για τον σκοπό αυτό από τις παρατηρήσεις του δείγµατος µας, διαχωρίζουµε τις 10 παρατηρήσεις που παρουσιάζουν τα υψηλότερα κέρδη και τις 10 που εµφανίζουν την χαµηλότερη κερδοφορία ή ζηµία θεωρώντας πιθανό σε αυτές να παρατηρείται διαχείριση των κερδών. Τα ευρήµατα που προκύπτουν από την εµπειρική προσέγγιση δεν υποδεικνύουν την πιθανή ύπαρξη διαχείρισης των κερδών.