Επιτομή:
Η εργασία μας αποτελείται από εννέα κεφάλαια.
Στο εισαγωγικό Κεφάλαιο 1 δίνεται ο εννοιολογικός ορισμός της τράπεζας, περιγράφεται η ιστορική εξέλιξη των τραπεζών και παρατίθεται το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας των τραπεζικών μονάδων στην Ελλάδα.
Στο Κεφαλαίο 2 προσδιορίζεται το νέο εποπτικό πλαίσιο των τραπεζών με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες που προέκυψαν από τη Συμφωνία της Βασιλείας Ι. Μετά την εξέταση των χαρακτηριστικών του νέου εποπτικού πλαισίου, γίνεται ανάλυση των τριών πυλώνων αυτού του πλαισίου, δηλαδή η διασφάλιση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και ο τρόπος άσκησης του εποπτικού έλεγχου και η πειθαρχία της αγοράς.
Στο Κεφάλαιο 3 γίνεται εισαγωγή στην έννοια των κινδύνων που απειλούν τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, παραθέτοντας τη διαχείριση αυτών, το πλαίσιο, αλλά και τις διαδικασίες διαχείρισής τους. Επίσης, θα γίνει αναφορά στους λόγους που καθιστούν απαραίτητη την διαδικασία διαχείρισης κινδύνων καθώς και τις πολιτικές και πρακτικές αυτής της διαδικασίας. Τέλος, θα αναφερθούμε στην έννοια του ERM (Enterprise Risk Management) και τον ρόλο του στη διαχείριση των κινδύνων.
Στο κεφάλαιο 4 αναλύονται όλα τα χαρακτηριστικά του πλέον παραδοσιακού και κρίσιμου κίνδυνου στον όποιο εκτίθενται οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, δηλαδή του πιστωτικού κίνδυνου, ζητήματα που αφορούν την πιθανότητα αθέτησης των υποχρεώσεων, την εκτίμηση των αναμενόμενων απωλειών, το εύρος του πιστωτικού περιθωρίου και τη συσχέτιση του με την πιθανότητα αθέτησης. Στη συνέχεια παρατίθενται τρία από τα πιο διαδεδομένα υποδείγματα μέτρησης του πιστωτικού κίνδυνου (KMV, Credit Metrics και VaR). Επιπλέον, γίνεται αναφορά στα ποσοτικά υποδείγματα που συμβάλλουν στην βαθμολόγηση της φερεγγυότητας καθώς και στον τρόπο διαχείρισης του συγκεκριμένου κινδύνου.
Στο κεφάλαιο 5 γίνεται αναφορά του κινδύνου αγοράς, τους λόγους που προκαλούν τον κίνδυνο αυτό και το πλαίσιο διαχείρισής του συμπεριλαμβανόμενου της μεθόδου VaR και Monte Carlo.
Το κεφάλαιο 6 αναφέρεται στην εξέταση του κινδύνου επιτοκίου. Με δεδομένη την ευαισθησία των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού μιας τράπεζας στις μεταβολές των επιτοκίων, στο κεφάλαιο αυτό αναπτύσσονται τρία βασικά υποδείγματα εκτίμησης του κίνδυνου επιτοκίων. Πρόκειται για το υπόδειγμα του ανοίγματος (gap analysis), το υπόδειγμα της ωρίμανσης (maturity model) και το υπόδειγμα της μέσης διάρκειας (duration gap).
Το κεφάλαιο 7 αναφέρεται στις αιτίες του λειτουργικού κινδύνου, γίνεται ανάπτυξη της διαδικασίας εκτίμησής του και παρουσιάζεται η μέθοδος υπολογισμού του απαιτούμενου οικονομικού κεφαλαίου έναντι αυτού του κινδύνου. Επιπλέον, θα αναλύσουμε τις τρεις μεθόδους προσδιορισμού του λειτουργικού κίνδυνου, δηλαδή τη μέθοδο του βασικού δείκτη, την τυποποιημένη μέθοδο και τη μέθοδο της προηγμένης μέτρησης.
Το κεφάλαιο 8 πραγματεύεται τον κίνδυνο ρευστότητας των χρηματοπιστωτικών οργανισμών, παραθέτοντας τα αίτια που τον προκαλούν, τον τρόπο της ταυτοποίησης του, τη μέτρηση του μεγέθους του και τον έλεγχο αυτού. Στη συνέχεια προστίθενται οι παράγοντες που επηρεάζουν την ρευστότητα (εσωτερικοί και εξωτερικοί) και τα υποδείγματα υπολογισμού των περιουσιακών στοιχείων (ντετερμινιστικά και στοχαστικά μοντέλα).
Το κεφάλαιο 9 αναφέρεται στο πλαίσιο Διαχείρισης Κινδύνων της Εθνικής Τράπεζας, της Alpha και της Πειραιώς.